ὀρώρεται

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

German (Pape)

[Seite 390] s. ὄρνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. ὀρώρημαι.

English (Autenrieth)

see ὄρνῦμι.

Greek Monotonic

ὀρώρεται: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. του ὄρνυμι = ὄρωρε.

Russian (Dvoretsky)

ὀρώρεται: эп. 3 л. sing. pf. med. = praes. к ὄρνυμι.