φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.