ὁλοῦμαι

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.