ὑπέρσχῃ

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

English (Autenrieth)

see ὑπερέχω.

Greek Monotonic

ὑπέρσχῃ: -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρσχῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερέχω.