ὑπέσταν

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monotonic

ὑπέστᾱν: Δωρ. αντί -έστην, αόρ. βʹ του ὑφ-ίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέστᾰν: эп. (= ὑπέστησαν) 3 л. pl. aor. 2 к ὑφίστημι.