ὑπεκδύνω
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
German (Pape)
[Seite 1185] = ὑπεκδύομαι, ὑπεξέδυνε δικτύον Babr. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπεκδύομαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. ὑπεκδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκδύνω: Babr. = ὑπεκδύομαι.