ὑποδέχνυμαι
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
poet. for ὑποδέχομαι, ὑποδέχνυσο Orph. A. 83.
German (Pape)
[Seite 1214] poet. statt ὑποδέχομαι, Orph. Arg. 82.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδέχνῠμαι: Anth. = ὑποδέχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδέχνυμαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., ἀλλὰ φίλος πρόφρων μ’ ὑποδέχνυσο Ὀρφ. Ἀργ. 82, Ἀνθ. Π. 8. 148, 253.
Greek Monolingual
Α
βλ. υποδέχομαι.
Greek Monotonic
ὑποδέχνυμαι: ποιητ. αντί του επόμ., σε Ανθ.