ὑποζύγιος
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
German (Pape)
[Seite 1217] unter dem Joche gehend od. ziehend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
mis sous le joug ; τὸ ὑποζύγιον bête de somme.
Étymologie: ὑπό, ζυγόν.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποζύγιος, -ον, ΝΜΑ
1. (για ζώα) ζευγμένος
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υποζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ζύγιος «αυτός που ανήκει στον ζυγό, αυτός που είναι κατάλληλος για ζέψιμο». Ο τ. ως επίθ. είναι νεώτερος από το ουδ. ὑποζύγιον].