ὑποτίνω
From LSJ
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
pay, ὑποτεινέτω (sic) ζημίας JRS18.154 (Jerash, ii A. D.).
Greek Monolingual
και ὑποτείνω Α
πληρώνω, ανταποδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω»].