ὔρχα

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monotonic

ὔρχα: ἡ, κεραμικό αγγείο για τουρσιά, παστά τρόφιμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὔρχα: ἡ эол. = ὕρχη.

Middle Liddell

ὔρχα, ἡ,
a jar, for pickles, Ar.