ὦφλον

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

v. ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὦφλον: aor. 2 к ὀφλισκάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὦφλον: ἴδε τὸ ῥῆμα ὀφλισκάνω.

Greek Monotonic

ὦφλον: αόρ. βʹ του ὀφλισκάνω.