κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
γείτων, προσαφής, προσεχής, προσόμουρος, πρόσχωρος, συγγείτων, σύγκληρος, συνεχής