adúltero
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
Spanish > Greek
ἀλλοτριόγαμος, ἀμερσίγαμος, γαμοκλόπος, γαμολύτης, δαλιοχός, δάοχος, δίγαμος, κατάμοιχος, λαθραιόκοιτος, λεκτροκλόπος, λιπόγαμος, μοιχευτής, μοιχίδιος, μοίχιος, μοιχός, οἰκοφθόρος