bloeding
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Dutch > Greek
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις