bloeding
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Dutch > Greek
αἱμάς, ἀνάρρηξις αἱμάτων, αἱμάτωσις, αἱμορραγία, αἱμορραγίη, αἱμόρροια, αἱματόρροια, αἱμόρρυσις, αἱμόρροϊα, αἱμορροΐς, ἐξάντλησις