commerce
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English > Greek (Woodhouse)
substantive
money-making: P. χρηματισμός, ὁ.
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
money-making: P. χρηματισμός, ὁ.
engage in commerce: P. ἐμπορεύεσθαι.