confer
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. προστιθέναι, προσφέρειν, P. ἀπονέμειν; see give.
a foolish favour did Adrastus confer on you: V. ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἔς σ' ἀνήψατο (Euripides Phoenissae 569).
confer with, have conference with: P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.), (cf. Ar. Nub. 470), διὰ λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).
I would confer with him touching my own and state affairs: V. οἰκεῖα καὶ κοινὰ χθονὸς θέλω πρὸς αὐτὸν συμβαλεῖν βουλεύματα (Euripides Phoenissae 692).