díctamo
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
Spanish > Greek
βαίτιον, βελουλκός, γλήχων ἀγρία, δίκταμνον, δίκταμον, δίψακος, δικταμνοειδής, δορκάδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον, ἀγριοφλισκούνι, ἀρτεμίδιον, ἀρτεμιδήιον, ἐλαιοτόκος