díctamo de Creta
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Spanish > Greek
δίψακος, δορκάδιον, δίκταμνον, δίκταμον, ἀρτεμίδιον, ἀγριοβλησκούνιον, ἀγριοφλησκούνι, ἀγριοφλησκούνιον , ἀγριοφλισκούνι, βελουλκός, βλήχων