ingenioso
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Spanish > Greek
ἀγχίφρων, ἀρχιτέκτων, ἀστεῖος, γλαφυρός, δεξιός, δοξαστικός, εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος