intrigante
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
Spanish > Greek
ἐνεδρευτής, ἐπιβουλευτικός, ἀλλοτριοεπίσκοπος, ἐνεδρευτικός, ἐνεδρευτός, ἀγχίνοος
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
ἐνεδρευτής, ἐπιβουλευτικός, ἀλλοτριοεπίσκοπος, ἐνεδρευτικός, ἐνεδρευτός, ἀγχίνοος