ἐνεδρευτικός
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
English (LSJ)
ἐνεδρευτική, ἐνεδρευτικόν, fit for ambush, χωρία Aen.Tact.1.2, cf. Str.3.3.6; tricky, deceitful, Ph.2.269, Gal.9.217, 19.138.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): ἐνεδρευστικός Nil.M.79.516C
I táct.
1 de pers. hábil, experto en emboscadas οἱ Λυσιτανοί Str.3.3.6
•que está al acecho fig. de la enfermedad latente que está oculto, que no da la cara πονήρευμα ἐνεδρευτικόν Gal.19.138.
2 de lugares apropiado para una emboscada τὰ ἐπικίνδυνα χωρία Aen.Tact.1.2.
II gener. intrigante, insidioso Gal.9.217, Ph.2.269
•subst. τὸ ἐνεδρευτικόν = engaño, insidia Iust.Phil.Ep.Zen.et Ser.19, τὸ ἐνεδρευστικὸν τοῦ πάθους Nil.l.c.
III adv. ἐνεδρευτικῶς
1 en emboscada ὑποκαθῆσθαι ἐ. Eust.850.47.
2 con malas artes, arteramente συντίθεσθαι Demo 13, Apostol.17.87.
German (Pape)
[Seite 836] ή, όν, zur Nachstellung, zum Hinterhalt gehörig, geschickt, Strab. 3, 3, 6 u. Sp., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεδρευτικός: -ή, -όν, ἐπιδέξιος εἰς τὸ ἐνεδρεύειν, καὶ ἐπὶ τόπου, κατάλληλος πρὸς ἐνέδραν, καὶ μεταφ., δόλιος, Στράβ. 154, Φίλων 2. 269, Αἰνείας Τακτ. 1. 14.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνεδρευτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ενέδρα
αρχ.
δόλιος, πανούργος.