mason
From LSJ
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. λιθολόγος, ὁ, Ar. and P. λιθουργός, ὁ.
mason's shop: P. λιθουργεῖον, τό.
mason's tools: P. σιδήρια λιθουργά, τά (Thuc. 4, 4).