meisje
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ἀκραία, δροσώδης, κοράσιον, κόρη, κόριον, κούρα, κούρη, κώρα, κώριον, νεᾶνις, νεῆνις, νῆνις, παιδίσκη, παρθενική, παρθένος, παρσένος, πόρις, πόρτις, πῶλος, ταλιθά