mesón
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Spanish > Greek
ἀπαντητήριον, καταγωγεῖον, καταγώγιον, κατάλυμα, καταλυμάτιον, καταλυτήριον, ξενία, ξενοδοκεῖον, ξενοδοχεῖον, ξενοδόχημα, ξενόστασις, ξενών