mesón
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Spanish > Greek
ἀπαντητήριον, καταγωγεῖον, καταγώγιον, κατάλυμα, καταλυμάτιον, καταλυτήριον, ξενία, ξενοδοκεῖον, ξενοδοχεῖον, ξενοδόχημα, ξενόστασις, ξενών