θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
κυκλόω, περίδρομος, περιέχω, περιλαμβάνω, περιστέφω, περιτρέχω, στεφανόω, συμφράττω