περίδρομος

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίδρομος Medium diacritics: περίδρομος Low diacritics: περίδρομος Capitals: ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: perídromos Transliteration B: peridromos Transliteration C: peridromos Beta Code: peri/dromos

English (LSJ)

περίδρομον,
A running round, encircling, δοιαὶ δὲ π. ἄντυγές εἰσι Il.5.728; πλῆμναι π. ἀμφοτέρωθεν ib.726; of the rim of a shield, E.El.458(lyr.), A.Th.495; of a net, Opp.H.3.99; κύκλον π. αἰὲν ἑλίσσων Orph.Fr.236: c. dat., [ἃλς] νήσοισι περίδρομος D.P.60: dub. sens. in IG22.463.54.
2 wandering, roaming, ἱκέτις φυγὰς περίδρομος A.Supp.350 (lyr.); κύνες Ar. Ra.472; γυνὴ περίδρομος gadabout woman, Thgn.581.
II Pass., that can be run round: hence, standing apart, detached, κολώνη… π. ἔνθα καὶ ἔνθα Il.2.812; αὐλὴ περίδρομος Od.14.7; αὐλών Carc.1; circular, D.P.5, 718.
2 surrounded, κοίλη… ὄρεσι περίδρομος, of Laconia, E.Fr.1083; π. οὔρεσι γαῖα A.R.3.1085.ὁ, Subst.,
A that which surrounds, edge, rim, of a shield, E.Tr.1197; τοῦ τείχους ὁ περίδρομος circuit of the wall, Pl.Criti.116b; τῆς τομῆς, in amputation, Archig. ap. Orib.47.13.7; string that runs round the top of a net, X.Cyn.2.6, 10.7, etc.; gallery running round a building, Ar.Fr.133, X.Cyr.6.1.53, Hld.4.8; line round the head which defines the scalp, Poll.2.40; ὁ περίδρομος τῶν τριχῶν Arist.Phgn.808a26; ὠκεανὸς πάσης φύσεως περίδρομος Secund.Sent.2; ἐν περιδρόμῳ = in a circle, Plu.2.731d.
II orbit, ἡλίου Placit.2.1.4; lap of a race, αἱ περίοδοι τῶν περιδρόμων D.C.49.43.
III pl., περίδρομοι = circuit-judges at Mytilene, IG 12(2).6.12(iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 573] herumlaufend; γυνή, ein herumlaufendes Weib, das sich liederlich umhertreibt, Theogn. 581; ἴδε με τὰν ἱκέτιν φυγάδα περίδρομον, Aesch. Suppl. 345; κύνες, Ar. Ran. 473; πλῆμναι περίδρομοι, umlaufende od. runde, Il. 5, 726, wie ἄντυγες, 728; aber αὐλὴ ὑψηλὴ περίδρομος, Od. 14, 7, wie κολώνη περίδρομος ἔνθα καὶ ἔνθα, Il. 2, 812, vgl. Od. 14, 7, zu umlaufen, also frei gelegen, frei stehend; αἶπεινοῖσι περίδρομος οὔρεσι γαῖα, Ap. Rh. 3, 1085; Nonn. D. 25, 388. – Umgebend, umhüllend, κύτος, Aesch. Spt. 477; περιδρόμῳ ἴτυος ἕδρᾳ, Eur. El. 458 (s. das Folgde). ὁ, = περιδρομή, der Umkreis, Rand; ἴτυος ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις, Eur. Troad. 1197 (s. das Vorige): τοῦ τείχους, Plat. Critia. 116 b; Xen. Cyr. 6, 1, 53; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
I. 1 qui court autour ou de tous côtés;
2 qui fait le tour de, qui entoure, qui enveloppe;
3 circulaire, rond;
II. dont on peut faire le tour en courant ; dégagé, isolé en parl. d'un édifice.
Étymologie: περιδραμεῖν, de περιτρέχω.
2ου (ὁ) :
tour, circuit ; particul. galerie circulaire entre les colonnes et le mur d'un édifice.
Étymologie: περίδρομος¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίδρομος -ον [περί, δραμεῖν] act. lopend om, om... heen lopend:; δοιαὶ δὲ περίδρομοι ἄντυγές εἰσι twee randen lopen eromheen Il. 5.728; rondlopend:; περίδρομοι κύνες rondzwervende honden Aristoph. Ran. 472; subst. ὁ π. omloop, gaanderij. Xen. Cyr. 6.1.53. pass. waar men omheen kan lopen:; αὐλὴ een hof Od. 14.7; omringd, omgeven:. ὄφεων πλεκτάναισι περίδρομος κύκλος het ronde oppervlak (van het schild is) omgeven door kronkelende slangen Aeschl. Sept. 495.

Russian (Dvoretsky)

περίδρομος:
1 круглый, закругленный (ἄντυγες Hom.; ἴτυος ἕδρα Eur.);
2 бегающий кругом, т. е. блуждающий, странствующий (ἱκέτις Aesch.; κύνες Arph.);
3 могущий быть отовсюду обойденным, т. е. со всех сторон открытый, свободно стоящий (κολώνη, αὐλή Hom.);
4 отовсюду окруженный (ἄροτος ὄρεσι π. Eur.).
II
1 обод, кольцо, круг (ἴτυος Eur.): ὁ τείχους π. Plat. кольцевая стена; ἐν περιδρόμῳ Plut. по кругу; π. τῶν τριχῶν Arst. обрамление из волос, т. е. прическа;
2 круговой ход, окружная галерея (περίδρομοι καὶ ἐπάλξεις ἐπὶ τῶν οἰκημάτων Xen.);
3 стяжная веревка (в звероловной сети) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

περίδρομος: -ον, ὁ πέριξ τρέχων, περιφερής, στρογγύλος, ὡς τὰ ἐπὶ τοῦ δίφρου ἡμικύκλια, δοιαὶ δὲ π. ἄντυγες ἦσαν Ἰλ. Ε. 728· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν χροινικίδων τῶν τροχῶν, πλῆμναι δ’ ἀργύρου εἰσὶ περίδρομοι ἀμφοτέρωθεν αὐτόθι 726· ἐπὶ τῆς περιφερίας τῆς ἀσπίδος, Εὐρ. Ἠλ. 458, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 495· ἐπὶ δικτύου, Ὀππ. Ἁλ. 3. 99. 2) ὁ περιφερόμενος τῇδε κἀκεῖσε, ἱκέτις φυγὰς π. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 349· κύνες Ἀριστοφ. Βάτρ. 472· γυνὴ π., περιπλανωμένη, αἰσχρὰ γυνή, Θέογν. 581. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ περιέλθῃ, ὁ ἱστάμενος χωρίς, κεχωρισμένος, καθ’ ἑαυτόν, κολώνη ... π. ἔνθα καὶ ἔνθα Ἰλ. Β. 812· αὐλή π. Ὀδ. Ξ. 7· αὐλὼν Καρκίν. παρ’ Ἀθην. 189D. 2) κυκλωμένος, ἄροτος ... ὄρεσι π., ἐπὶ τῆς Μεσσηνίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 1068· π. οὔρεσι γαῖα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1085.

English (Autenrieth)

running round, round, circular; κολώνη, αὐλή, that can be run around, hencedetached,’ ‘alone,’ Il. 2.812, Od. 14.7.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.)
νεοελλ.
1. παρωνυχία, φλεγμονή της δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι
2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος του στομάχου, κολικός του στομάχου
3. μτφ. άνθρωπος ενοχλητικός και φλύαρος («κάθισε ήσυχα, περίδρομε!»)
4. (για παιδί) ζωηρό και άτακτο
5. φρ. α) «έφαγα τον περίδρομο» — έφαγα πάρα πολύ, περισσότερο από όσο αντέχει το στομάχι μου
β) «περίδρομος να σέ κόψει» — να σέ πιάσει κολικόπονος
γ) «βγάλε τον περίδρομο» ή, ως υβριστική προσταγή, «περίδρομος!» — σκάσε, σώπα («περίδρομος, κεφάλα / μη βλαστημήσω το βυζί που σώδωκε το γάλα», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. οτιδήποτε περιβάλλει κυκλικά κάτι
(α. «ἴτυος εὐτόρνοισι περιδρόμοις» — στους καλοδουλεμένους γύρους της ασπίδας, Ευρ.
β. «περίδρομος τῆς τομῆς» — κυκλική γραμμή που σημείωνε το μέρος του ακρωτηριασμού σε χειρουργικές επεμβάσεις)
3. ο στίβος, το ορισμένο για τους αγώνες τμήμα σταδίου ή ιπποδρόμου
4. η τροχιά, ο κύκλος που σχηματίζεται από περιστροφή ή περιφορά («τὸν τοῦ ἡλίου περίδρομον»)
5. στον πληθ. οἱ περίδρομοι
(στη Μυτιλήνη) περιοδεύοντες δικαστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. του επιθ. περίδρομος, ενώ κατ' άλλους από περί-δερμος «φλόγωση του δακτύλου»].
(II)
-ον, θηλ. και περιδρομάς, -άδος, Α
1. αυτός που περιτρέχει, που περιβάλλει κάτι (α. «περίδρομοι ἄντυγες» β. «περίδρομον κύτος» γ. «περιδρόμῳ ἴτυος ἕδρᾳ» — για την περιφέρεια της ασπίδας
δ. «μίτρης περιδρομάδος» — της μίτρας που περιζώνει το σώμα)
2. αυτός που περιφέρεται, που τριγυρίζει εδώ κι εκεί («ἱκέτιν, φυγάδα περίδρομον», Αισχύλ.
β. «περίδρομοι κύνες», Αριστοφ.
γ. «περίδρομος γυνή» — άσεμνη γυναίκα, γυναίκα του δρόμου, Θέογν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να περιτρέξει ή από τον οποίο μπορεί να περάσει («αὐλὴ περίδρομος»)
4. περικυκλωμένος, περιτριγυρισμένος ([για τη Λακωνία] «κοίλη... ὄρεσι περίδρομος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δρόμος.

Greek Monotonic

περίδρομος: ὁ (περιδρᾰμεῖν), ως ουσ., αυτό που περικυκλώνει, όπως το στεφάνιπεριφέρεια) της ασπίδας, σε Ευρ.· σχοινί που περιελίσσεται στο επάνω μέρος ενός διχτυού (πρβλ. ἐπίδρομος), σε Ξεν.· αρχιτεκτονικά τόξα γύρω από οικοδόμημα, στον ίδ.
περίδρομος: -ον (περιδρᾰμεῖν),
I. 1. αυτός που τρέχει γύρω-γύρω, λέγεται για άρμα σε τροχιά ή για την περιφέρεια της ασπίδας, σε Ευρ.
2. περιφερόμενος εδώ και εκεί, περιπλανώμενος, σε Θέογν., Αριστοφ.
II. Παθ., αυτός που μπορεί να τρέξει ολόγυρα, και ομοίως αυτός που στέκεται χωριστά, αποκολλημένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

περίδρομος, ὁ, [περιδρᾰμεῖν]
as substantive that which surrounds, as the rim of a shield, Eur.; the string that runs round the top of a net (cf. ἐπίδρομοσ), Xen.; a gallery running round a building, Xen.
περίδρομος, ον, [περιδρᾰμεῖν]
I. running round, of a chariot-rail, of the nave of a wheel, Il.; of the rim of a shield, Eur.
2. going about, roaming, Theogn., Ar.
II. pass. that can be run round, and so standing apart, detached, Hom.

English (Woodhouse)

circuit, circumference, of a shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)