Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Menander, Monostichoi, 250Spanish > Greek
γαργαλισμός, ἀδαγμός, ἀδαξησμός, ἀναξεσμός, δῆξις, δρίμυξις, κνηθμός, κνῆσις, κνησμονή, κνησμός, κνίδωσις, κνισμός, κυσοκνησία, ξυσμός, ὀδαγμός, ὀδαξησμός, ψώρα