κνῆσις
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
-εως, ἡ, (κνάω)
A scratching, τρῖψις καὶ κνῆσις Pl.Phlb. 46d; κ. κροτάφων καὶ ὤτων Aret.CA1.1: pl., Pl.Phlb. 51d: metaph., tickling, ἕνεκα… κνήσεως ὤτων Plu.2.167b.
II (from Pass.) itching, irritation, κ. περὶ τὰ οὖλα Pl.Phdr.251c, cf. Gal.10.437.
German (Pape)
[Seite 1460] ἡ, das Kratzen, Reiben, der Kitzel; καὶ τρίψις Plat. Phil. 46 d; ταῖς τῶν κνήσεων ἡδοναῖς 51 d; Sp., ὤτων Plut. superst. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de gratter;
2 chatouillement, démangeaison.
Étymologie: κνάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνῆσις -εως, ἡ [κνάω] het krabben, jeuk.
Russian (Dvoretsky)
κνῆσις: εως ἡ
1 чесание, почесывание (ἡ τρῖψις καὶ ἡ κ. Plat.);
2 зуд, щекотание (ὤτων Plut.).
Greek Monolingual
κνῆσις, ἡ (Α) κνω
1. το ξύσιμο («κνῆσις κροτάφων καὶ ὤτων», Αρετ.)
2. κνησμός, φαγούρα («τὸ τῶν ὀδοντοφυούντων πάθος περὶ τοὺς ὀδόντας γίγνεται, ὅταν ἄρτι φυῶσι, κνῆσίς τε καὶ ἀγανάκτησις περὶ τὰ οὖλα» — η ενόχληση γύρω από τα δόντια κατά την περίοδο της οδοντοφυΐας, μόλις φυτρώσουν, παρουσιάζεται και υπάρχει φαγούρα και ερεθισμός γύρω στα ούλα, Πλάτ.).
Greek (Liddell-Scott)
κνῆσις: -εως, ἡ, (κνάω) τὸ κνήθειν, τῇ τρίψει καῖ τῇ κνήσει Πλάτ. Φίληβ. 46D· ἐν τῷ πληθ., ταῖς τῶν κνήσεων ἡδοναῖς αὐτόθι 51D· ― μεταφορ., γαργαλισμός, ἕνεκα... κνήσεως ὤτων Πλούτ. 2. 167Β. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.) κνησμός, ἐρεθισμός, κνῆσις... περὶ τὰ οὖλα Πλάτ. Φαῖδρ. 251C.
English (Woodhouse)
Translations
scratching
Bulgarian: чесане; Finnish: raapiminen; Hungarian: vakarás, megvakarás, vakaródzás; Italian: grattamento; Russian: чесание; Zazaki: wereynayen
itch
Albanian: kruarje; Arabic: حِكَّة; Egyptian Arabic: جرب; Moroccan Arabic: حكّة; Armenian: քոր; Assamese: খজুৱতি, খজুলি, খজুটি; Azerbaijani: qaşınmaq; Belarusian: свярбенне, сверб; Bikol Central: gatol; Bulgarian: сърбеж; Chinese Cantonese: 痕; Mandarin: 癢, 痒, 發癢, 发痒; Czech: svrbění, svědění; Dutch: jeuk; Esperanto: juko; Finnish: kutina, syyhy; French: démangeaison, prurit; Galician: proído, proício, prurito, comechón; Georgian: მუნი; German: Jucken, Juckreiz; Greek: φαγούρα, κνησμός; Ancient Greek: ἀδαγμός, ἀδαξησμός, ἀναξεσμός, δῆξις, δρίμυξις, κνηθμός, κνῆσις, κνησμονή, κνησμός, κνίδωσις, κνισμός, κυσοκνησία, ξυσμός, ὀδαγμός, ὀδαξησμός, ψώρα; Hebrew: גירוד, עקצוץ; Hungarian: viszketés; Ido: prurito; Ilocano: budo; Ilocano: budo; Italian: prurito; Japanese: かゆみ; Kashubian: svôrb; Kikuyu: mwĩthũa Korean: 가려움증; Latin: prurigo; Maori: toretiti, harehare, hakihaki, māngeongeo, torotiti, ngaoko; Marathi: खाज; Occitan: prusina, prusor, prusèsta; Old Church Slavonic Cyrillic: сврабъ; Old East Slavic: своробъ; Old English: giċċe; Oromo: cittoo; Plautdietsch: Gnauz; Polish: świąd, swędzenie, świerzbienie; Portuguese: coceira, comichão, prurido; Quechua: siqsi, sixi, şixi; Romanian: mâncărime; Russian: зуд, свербёж, зудение, свербение; Serbo-Croatian: svrab, свраб; Slovak: svrbenie; Spanish: picazón, escozor, picor, comezón, prurito; Swedish: klåda; Tagalog: kati; Telugu: దురద; Thai: ความคัน; Tocharian B: saiwe; Turkish: kaşıntı, kaşınma; Ukrainian: свербі́ж, сверблячка; Vietnamese: ngứa; Votic: süühü; Walloon: schôpe; Welsh: ysfa