δῆξις
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
-εως, ἡ, (δάκνω) bite, biting, Arist.HA623a1; δήξιες σπλάγχνων gnawings, Hp.VM19: metaph., of mental anguish, pangs, Zeno Stoic.1.51 (pl.), Chrysipp.ib.3.119, Phld.D.3.Fr.22; also, biting jokes, Plu.Lyc.14.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [jón. plu. nom. δήξιες Hp.VM 19]
I 1mordedura, picadura de araña, Arist.HA 623a1, de serpiente, Teles p.9, Paul.Aeg.3.50.3.
2 p. ext. dolor agudo o punzante semejante a un mordisco, sensación de mordisco σπλάγχνων Hp.l.c., περὶ στῆθος Hp.Coac.43, cf. Gal.8.42, 17(2).669, 17(2).677, Alex.Trall.1.537.8
•comezón, picazón, irritación δῆξιν παρέχει τῷ ἐντέρῳ Hp.Aff.26, δ. γαστρός ardor de estómago Gal.6.497, cf. Hp.Fist.7, Aff.47, Mnesith.Ath.51.36, Sor.44.12, Gal.6.459, Aret.SA 2.2.13, Aët.1.52, Pall.in Hp.2.27, de ojos, Alex.Trall.2.11.26, producida por substancias, Hp.Aff.38, Alex.Trall.2.561.1, Steph.in Hp.Progn.272.5, δ. καὶ ἄλγημα Sor.122.15, producida por el abono sobre las raíces, Thphr.CP 3.17.6.
3 capacidad de irritar τὸ ἔλαιον ... ἀσθενῆ ἔχον δῆξιν Arist.Pr.925b3.
II fig.
1 mordacidad, sarcasmo plu. αἱ δὲ μετὰ παιδιᾶς καὶ σκωμμάτων δήξεις Plu.Lyc.14.
2 sufrimiento, remordimiento τὰ ἀληθῶς ἐπανορθώσεως δεόμενα καὶ δήξεως Plu.2.35e, frec. en plu., Zeno Stoic.1.51, Chrysipp.Stoic.3.119, Phld.D.3.fr.22.
• Etimología: Nombre de acción en -σις sobre *δᾱκ-, de la r. de δάκνω q.u.
German (Pape)
[Seite 567] ἡ, das Beißen, der Biß, Arist. H. A. 9, 39 u. Sp.; übertr., αἱ μετὰ παιδιᾶς καὶ σκωμμάτων δήξεις, das Necken, Plut. Lyc. 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mordre, morsure.
Étymologie: δάκνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δῆξις -εως, ἡ [δάκνω] het bijten; overdr. bijtende spot:. σκωμμάτων δήξεις sarcastische grappen Plut. Lyc. 14.6.
Russian (Dvoretsky)
δῆξις: εως ἡ
1 укус, тж. укол, ужаление (φαλάγγια ποιεῖ τὴν δῆξιν Arst.);
2 едкость (τὸ ἔλαιον ἀσθενῆ ἔχει δῆξιν Arst.);
3 поддразнивание, колкость (αἱ μετὰ σκωμμάτων δήξεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δῆξις: -εως, ἡ, (δάκνω) δῆγμα, δάγκαμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 39, 2· πόνος δριμύς, δηκτικός, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 16·‒ μεταφ., ἐπὶ δηκτικῶν ἀστεϊσμῶν, Πλούτ. Λυκούργ. 14.
Greek Monotonic
δῆξις: -εως, ἡ (δάκνω), δάγκωμα, τσίμπημα, κέντρισμα· μεταφ., λέγεται για τα δηκτικά, καυστικά αστεία, σε Πλούτ.