precaution
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. εὐλάβεια, ἡ, P. φυλακή, ἡ, περιωπή, ἡ.
forethought: P. and V. πρόνοια, ἡ, P. προμήθεια, ἡ, V. προμηθία, ἡ.
take precautions, v.: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι, ἐξευλαβεῖσθαι, προμηθεῖσθαι, Ar. and (or mid.), προβουλεύειν, P. φυλακὴν ποιεῖσθαι.
take precautions against: P. and V. φυλάσσεσθαι (acc.), εὐλαβεῖσθαι (acc.), ἐξευλαβεῖσθαι (acc.), P. διευλαβεῖσθαι (acc.).
want of precaution: P. ἀφυλαξία, ἡ.