ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
P. and V. λαμπρός, σεμνός, εὐπρεπής. Ar. and P. μεγαλοπρεπής.
preeminent: P. and V. ἐκπρεπής, διαπρεπής, περιφανής, V. ἔξοχος.
bright: P. and V. λαμπρός. V. φαιδρός; see bright.