revelador
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
Spanish > Greek
γνωριστικός, ἐκκαλυπτικός, δηλωτικός, διηγητής, ἐκφαντορικός, ἐνδείκτης, ἐξαγγελτικός, ἐξαγορευτής, ἀποκαλυπτικός, ἐκφαντικός, δηλοποιός