δηλοποιός

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
revelador, que hace manifiesto ref. a Apolo por confusión c. el n. de Δῆλος Eust.679.50, τῶν ἀδήλων Rh.7.218.12.

Greek Monolingual

δηλοποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει κάτι φανερό, ο δηλοποιητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήλος + -ποιός < ποιώ].