ἐκκαλυπτικός
οὐκ ἔστι λύπης, ἄν περ ὀρθῶς τις σκοπῇ, ἄλγημα μεῖζον τῶν ἐν ἀνθρώπου φύσει → amongst the natural ills of man there is, if one but look at it aright, no greater pain than grief
English (LSJ)
ἐκκαλυπτική, ἐκκαλυπτικόν, suited for discovery, indicative of, c. gen., Stoic. 2.36,72. Adv. ἐκκαλυπτικῶς S.E.P.2.141.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
en fil. estoica
1 descubridor, revelador c. gen. τὸ φῶς ... τῶν ἄλλων Chrysipp.Stoic.2.36, δεῖ ἄρα τὸ σημεῖον ... ἐκκαλυπτικὴν ἔχειν φύσιν τοῦ λήγοντος Chrysipp.Stoic.2.73, ἡ ἀπόδειξις ἐ. ... τοῦ συμπεράσματος S.E.M.8.140, cf. P.2.170.
2 adv. -ῶς en forma reveladora S.E.P.2.141, M.8.308.
German (Pape)
[Seite 762] ή, όν, geeignet zu enthüllen, zu entdecken, τινός, Sezt. Emp. adv. math. 8, 165.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκᾰλυπτικός: обнаруживающий, являющийся признаком (τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαλυπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἁρμόδιος πρὸς ἐκκάλυψιν, μετὰ γεν., Σέξτ. Ἐμπ. 11. 2 101. ― Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 141.
Greek Monolingual
ἐκκαλυπτικός, -ή, -όν (Α)
ενδεικτικός.