risk

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for risk - Opens in new window

substantive

P. and V. κίνδυνος, ὁ, τό δεινόν, or pl., ἀγών, ὁ.

dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plato).

without risk, adj.: P. ἀκίνδυνος, adv., P. and V. ἀκινδύνως.

run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.

I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).

share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).

verb transitive

hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also endanger.

risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.).

risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Euripides, Rhesus 446).

who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει… ὀνείδη λαμβάνων (Sophocles, Oedipus Rex 1493).