ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
ἀναπλήρωσις, δίκη, ἀποπλήρωσις, αὐτάρκης, ἐκπλήρωσις, ἀσμένεια, ἀσμενισμός, ἐκδικία