ἐκπλήρωσις
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A filling up, Apollon.Cit.I; κλεψύδρας Marcellin.Puls.265; completion, Aesar. ap. Stob.1.49.27, Dsc.1.58; ἐνιαυτοῦ Str.17.1.46; filling up the measure, ἁμαρτιῶν LXX 2 Ma.6.14; satisfaction, τῶν ἐπιθυμιῶν D.H.6.86, cf. Ph.1.567.
II fulfilment of a cosmic cycle, Cat. Cod.Astr.1.163.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): hiperdor. -πλαρ- Hippod.Pyth.Hell.98.14
frec. c. gen. obj.
1 relleno, acción de llenar τῆς κλεψύδρας Herophil.182, προσεπιδεδέσθαι τι στρογγύλον πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἐν τῇ μασχάλῃ κοίλου Apollon.Cit.5 (bis).
2 cumplimiento, acción de completar, satisfacción τῶν ἀναγκαίων Hippod.l.c., τῆς ἱστορίας Dsc.1.58.3, ἐπιθυμιῶν D.H.6.86, cf. Ph.1.567, τῆς ἰδίας κακίας Ph.1.64, cf. 685, ἐ. τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ Str.17.1.46, ἐ. τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγνισμοῦ Act.Ap.21.26
•ejecución τῆς ἐνεργείας Gr.Nyss.Eun.2.230, abs. γίνεται ἐ. de un ciclo cósmico, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.1.163.22.
3 expiación ἁμαρτιῶν LXX 2Ma.6.14.
German (Pape)
[Seite 774] ἡ, die Ausfüllung, Phil. u. Sp.; Sättigung, ἐπιθυμιῶν D. Hal. 6, 86.
French (New Testament)
εως (ἡ) accomplissement ; achèvement
ἐκπληρόω
Russian (Dvoretsky)
ἐκπλήρωσις: εως ἡ исполнение, окончание (τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγνισμοῦ NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπλήρωσις: πλήρωσις, γέμισμα ἔως ἄνω, συμπλήρωσις, Ἀρέσας (ἢ Αἰσάρα ἢ Ἰσάρα) παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. τ. 1, σ. 850, κόρεσις, τῶν ἐπιθυμιῶν Διον. Ἁλ. 6. 86.
English (Strong)
from ἐκπληρόω; completion: accomplishment.
English (Thayer)
ἐκπληρωσεως, ἡ, a completing, fulfillment: τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγνισμοῦ, the time when the days of purification are to end, Dionysius Halicarnassus, Strabo, Philo, others.)
Chinese
原文音譯:™kpl»rwsij 誒克-普累羅西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:出去-充滿(著)
字義溯源:完成,圓滿,完全,充滿,滿足;源自(ἐκπληρόω)=完全實現,應驗),由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(πληρόω)=使其充滿)組成,其中 (πληρόω)出自(πλήρης)=滿的,滿溢的),而 (πλήρης)又出自(πίμπλημι)*=充滿)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 滿足(1) 徒21:26