taimado
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Spanish > Greek
αἱμύλος, ἀγκύλος, δολιόμητις, δολιομήτης, ἀγκυλόμητις, δολιόγνωμος, δολόφρων, ἀγκυλομήτης, δυσυπονόητος, γλιχός, δολιογνώμων
αἱμύλος, ἀγκύλος, δολιόμητις, δολιομήτης, ἀγκυλόμητις, δολιόγνωμος, δολόφρων, ἀγκυλομήτης, δυσυπονόητος, γλιχός, δολιογνώμων