votación
From LSJ
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
Spanish > Greek
διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία
κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
διαφορά, διαψήφισις, διαψηφισμός, ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία