ἁλιφροσύνη

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἱκανὴ φρόνησις (from ἅλις, φρήν), Hsch:—Adj. ἁλίφρονες, Naumach. ap. Stob.4.31.76.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιφροσύνη: ἡ, ἱκανή φρόνησις (ἐκ τοῦ ἅλις καὶ φρήν), Ἡσύχ., ἐπίθ. ἁλίφρονες, Ναυμάχ. 63· ― ἀλλὰ πιθανῶς εἶναι ἁπλῶς ἐσφαλμένη γραφὴ ἀντὶ χαλιφροσύνη, χαλίφρονες.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
vanidad, arrogancia, suficiencia νόσφιν ἁλιφροσύνης Dioscorus 7.18, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἁλιφροσύνη, η (Α) ἁλίφρων
κατά Ησύχ. «ἱκανὴ φρόνησις».