ἁλίφρων

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

German (Pape)

[Seite 99] eitel, thöricht, sp. D.

Greek Monolingual

ἁλίφρων (-ονος), ο, η (Α)
αυτός που διαθέτει αρκετή φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλις «αρκετά» + -φρων < φρήν.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλιφροσύνη.