αναμάσημα

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αναμάσισμα, το
1. ξαναμάσημα της τροφής, αναμάσηση, μηρυκασμός
2. ασαφής λόγος ή έκφραση γεμάτη υπεκφυγές
3. (κυρίως στον πληθ.) τα αναμασήματα
συνεχής επανάληψη τών ίδιων λόγων.