αναμάσηση
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
η
συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα της τροφής, μηρυκασμός.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
η
συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα της τροφής, μηρυκασμός.