αμοιβός

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀμοιβός, ο (Α)
1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον
2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί
οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους
3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή
β) αυτός που διαδέχεται κάποιον άλλον
4. φρ. «ἀμοιβοὶ κληῖδες». η Ημέρα και η Νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω.
ΣΥΝΘ. αργυραμοιβός
αρχ.
ἀλφιταμοιβός, ἀνταμοιβός, ἀντειμοιβός, ἐξημοιβός, ἐπαμοιβός, ἐπημοιβός, ἱεράμοιβος, χρυσαμοιβός.