απόσπαση

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀπόσπασις)
αποκοπή, αποχωρισμός
νεοελλ.
προσωρινή τοποθέτηση υπαλλήλου ή στρατιωτικού από την οργανική του θέση σε άλλη.