αποπατώ
Greek Monolingual
(-έω κ. -άω) (AM ἀποπατῶ, -άω) [[[πατώ]] (-έω)]
αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι
αρχ.
αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω.
(-έω κ. -άω) (AM ἀποπατῶ, -άω) [[[πατώ]] (-έω)]
αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι
αρχ.
αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω.