ἀξιότιμος

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Spanish (DGE)

-ον
valioso προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.Ep.2, cf. Nic.Dam.Vit.Caes.5, App.BC 3.19.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)
εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...»).