ἀξιότιμος
From LSJ
English (LSJ)
v. sub ἀξιοτίμητος.
Spanish (DGE)
-ον
valioso προσήκει δὲ τὸ φυλάττον τοῦ κτηθέντος ἀξιοτιμότερον εἶναι X.Ep.2, cf. Nic.Dam.Vit.Caes.5, App.BC 3.19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀξιότιμος, -ον)
εκείνος που του πρέπει τιμή, ο οποίος έχει υπόληψη (προσφώνηση: «Αξιότιμε κύριε...»).