ανατύπωση

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνατύπωσις)
νεοελλ.
1. νέο τύπωμα, ξανατύπωμα, επανέκδοση
2. η φωτογράφιση εικόνων, χαρτών, σχεδίων
αρχ.
διατύπωση, απεικόνιση με τη φαντασία.